ἁδυμελής

ἁδυμελής
ᾱδῠμελής
1 with sweet songs, melodious ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί

τἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.1

<*>.

κόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω O. 11.14

κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ P. 8.70

ἁδυμελεῖ δἐξάρχετε φωνᾷ N. 2.25

ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ I. 7.20


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηδυμελής — ές (AM ἡδυμελής, Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, ές, ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια) αυτός που τραγουδάει γλυκά, αρμονικός, γλυκύφθογγος, μελωδικός («ἁδυμελεῑ δ ἐξάρχετε φωνᾷ», Πίνδ.) μσν. αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά. επίρρ... ηδυμελώς με γλυκύτητα,… …   Dictionary of Greek

  • αδυ- — πρώτο συνθετικό πολλών συνθέτων λ. τής αρχ. δωρικής διαλέκτου, όπως, λ.χ. ἁδυβόας, ἁδύγλωσσος, ἁδυεπής, ἁδυλόγος, ἁδυμελής, ἁδύπνοος, ἁδύπολις, με θέμα ἁδυ από το δωρ. ἁδύς (γλυκός) αντί τού ιων. ἡδύς (πρβλ. αντίστοιχα ιων. αττ. ἡδυβόης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”