- ἁδυμελής
- ᾱδῠμελής1 with sweet songs, melodious ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί
τἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.1
<*>.κόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω O. 11.14
κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ P. 8.70
ἁδυμελεῖ δἐξάρχετε φωνᾷ N. 2.25
ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ I. 7.20
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.